- διάτραμις
- διάτραμις (-εως), ο (Α) [τράμις](για κίναιδο) «ὁ διερρωγὼς τὴν τράμιν» — εκείνος τού οποίου η τράμις, ο πρωκτός, έχει πλέον διαρραγεί, ο ξεσκισμένος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διάτραμις — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)